- αὐτεπιστήμη
- αὐτ-επιστήμη, ἡ,A absolute science, Procl.Theol.Plat.4.14, Plot.5.8.4 ([etym.] αὐτο-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυτεπιστήμη — αὐτεπιστήμη, η (Α) απόλυτη επιστήμη, απόλυτη γνώση … Dictionary of Greek
αὐτεπιστήμῃ — αὐτεπιστήμη absolute science fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)